- οπτικόμετρο
- τοόργανο που χρησιμοποιείται στην οπτικομετρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. optometer (< ὀπτός (Ι) «ορατός» + μέτρο). Ο τ. οπτόμετρον μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
οπτικομετρικός — ή, ό [οπτικομετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οπτικομετρία ή στο οπτικόμετρο 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτικομετρική η οπτικομετρία. επίρρ... οπτικομετρικώς με οπτικομετρικό τρόπο … Dictionary of Greek
οπτόμετρο — το εσφ. συνώνυμος όρος για το οπτικόμετρο … Dictionary of Greek